- ονισκοειδή
- ταζωολ. υπόταξη καρκινοειδών ισοπόδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oniscoidea (< ὀνίσκος + -ειδής*). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά … Dictionary of Greek